- ἤλαυνε
- ἤλαῡνε , ἐλαύνωdriveaor ind act 3rd sgἤλαῡνε , ἐλαύνωdriveimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κέστρα — η (Α κέοτρα) νεοελλ. 1. σφυρί τών λιθοξόων το οποίο έχει το ένα άκρο οξύ και το άλλο οδοντωτό 2. ναυτ. σιδερένιο μακρύ κωνικό και αιχμηρό εργαλείο με το οποίο ανοίγονται τρύπες στα πανιά και στα δέρματα ή χαλαρώνονται τα έμβολα τών σχοινιών, κν.… … Dictionary of Greek
υπεξανίσταμαι — Α [ἐξανίσταμαι] 1. εξεγείρομαι, εξορμώ («Πύρρος δὲ τούτοις ἅμα ὑπεξαναστὰς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε», Πλούτ.) 2. (με δοτ.) σηκώνομαι ή παραμερίζω μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού («ὑπεξαναοτῆναι πρεσβυτέρῳ», Πλούτ.) … Dictionary of Greek